- νεωτάτης
- νέοςyoungfem gen superl sg (attic epic ionic)νέοςyoungfem gen superl sg (attic epic ionic)νεώτατοςfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σπίτχοφ, Άρθουρ Άουγκουστ Κάσπαρ — (Spiethqff). Γερμανός οικονομολόγος και ιστορικός (Ντύσελντορφ 1873 Τύμπιγκεν 1957). Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους αντιπρόσωπους της «νεώτατης» ιστορικής σχολής όπως την ονόμασε ο Σουμπέτερ. Ήταν βοηθός του Σμόλερ και καθηγητής στη Βόννη… … Dictionary of Greek